- εκβραχισμός
- οη απόσπαση βράχων για εξομάλυνση βραχώδους εδάφους (διώρυγας, ποταμού, στοών λατομείου κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκβραχισμός — ο εκβολή ή αφαίρεση βράχων ή τμήματός τους από το έδαφος κατά την κατασκευή δημόσιων έργων, τη θεμελίωση σπιτιών ή την παράδοση γης στην καλλιέργεια … Dictionary of Greek
εκσκαφή — η (Μ ἐκσκαφή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσκάπτω, εξόρυξη, εκχωμάτωση, εκβραχισμός, ξέσκαμμα … Dictionary of Greek
εκσκαφή — η 1. ξέσκαμμα, ξεχώνιασμα, σκάψιμο. 2. άνοιγμα αυλακιών, εκχωμάτιση, εκβραχισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)